- διχομηνιάς
- διχομηνιάςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διχομηνίας — διχομηνίᾱς , διχομηνία full moon fem acc pl διχομηνίᾱς , διχομηνία full moon fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχόμηνις — ( ιδος), ο, η και διχομηνιάς, η (Α) 1. διχόμηνος* 2. «διχόμηνις ἡμέρα» οι ιδοί (λατ. idus) … Dictionary of Greek